συνηθισμένους

συνηθισμένους
συνεθίζω
accustom
perf part mp masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βουνό — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 120 μ., 7 κάτ.) των Κυθήρων. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νησιού και υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κυθήρων της νομαρχίας Πειραιώς. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 680 μ., 251 κάτ.) στην πρώην… …   Dictionary of Greek

  • ελεύθερος — και λεύθερος και λεύτερος, η, ο (AM ἐλεύθερος, α, ον και ἐλεύθερος, ον) 1. αυτός που δεν εξαρτάται από άλλον, που δεν υπόκειται στην εξουσία άλλου 2. (για τόπο ή χώρα) εκείνος που δεν υπάγεται σε ξένη εξουσία, δεν βρίσκεται υπό ξένη κυριαρχία ή… …   Dictionary of Greek

  • ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… …   Dictionary of Greek

  • μνημειώδης — ες 1. καθετί που έχει τις επιβλητικές διαστάσεις ενός μνημείου («μνημειώδες άγαλμα») 2. καθετί που έχει χαρακτήρα μεγαλοπρεπή, επιβλητικό ή που είναι μεγάλης σημασίας («μνημειώδες έργο») 3. οτιδήποτε ξεπερνά τα συνηθισμένα μέτρα ή τους… …   Dictionary of Greek

  • πλαγιοδρομία — η, Ν ναυτ. ένας από τους συνηθισμένους τρόπους ιστιοδρομίας, κατά την οποία το ιστιοφόρο πλοίο δέχεται τον άνεμο στην πλευρά του, λοξά ως προς τον διαμήκη άξονά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + δρομία (< δρόμος < δρόμος), πρβλ. ιππο δρομία. Η λ …   Dictionary of Greek

  • προπαγάνδα — Βάση της π. είναι ένας ιδιαίτερος τρόπος επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων, με τον οποίο ο προπαγανδιστής μεταδίδει στο κοινό μια πληροφορία με περισσότερο ή λιγότερο υποβλητική αξία. Οι τόσο γενικοί όμως αυτοί όροι δεν εξηγούν την… …   Dictionary of Greek

  • πρόσοδος — Όρος που χρησιμοποιείται για το σύνολο των εσόδων που εισπράττει περιοδικά ένα πρόσωπο (τόκοι, μερίσματα, ενοίκια, διατροφές κλπ.), ή γενικότερα για το εισόδημα που έχει κάποιος χωρίς να εργάζεται. Στην οικονομία η π. (ή συνηθέστερα η έγγεια π.) …   Dictionary of Greek

  • σεισμός — Κατάσταση σφοδρής και ταχύτατης δόνησης μεγάλων ή μικρών τμημάτων του φλοιού της Γης, που προέρχεται από ενδογενή αίτια. Όταν σε μια ζώνη του εσωτερικού της Γης συμβεί μια απρόβλεπτη διατάραξη της ισοστατικής ισορροπίας των μαζών, με σύγχρονη… …   Dictionary of Greek

  • αντιβιοτικά — Οργανικέςουσίες που παράγονται από μικροοργανισμούς (μύκητες, ακτινομύκητες, σχιζομύκητες) ικανές να εμποδίζουν την ανάπτυξη των διαφόρων μικροβίων ή ακόμα και να τα σκοτώνουν. Τα α. είναι τυπικά προϊόντα δευτερογενών και μικρών μονοπατιών… …   Dictionary of Greek

  • Δάντης — (Φλωρεντία 1265 – Ραβένα 1321). Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Ιταλού ποιητή Ντάντε Αλιγκέρι (Dante Alighieri). Ο Δ. υπήρξε από τους επιφανέστερους εκπροσώπους της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας και συγκαταλέγεται ανάμεσα σε εκείνους τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”